Εδώ και καιρό , ιδίως μετά την μεγάλη πυρκαγιά στην Πεντέλη, έχοντας την τύχη να κατοικώ σε ένα μέρος με αρκετά δέντρα και πράσινο στην Αθήνα, ξυπνάω κάθε πρωί με το κελάηδημα του κότσυφα και του αηδονιού. Είναι μάλιστα τόσο πολλά τα πουλιά που συναγωνίζονται στο μπαλκόνι μου για το ποιο θα τραγουδήσει καλύτερα στο μελλοντικό του ταίρι που ορισμένες φορές εκνευρίζομαι καθώς ο ύπνος διακόπτεται από τα έντονα τιτιβίσματα των μαυριδερών πουλιών με το πορτοκαλοκίτρινο ράμφος.
Τα πουλιά κυνηγημένα και στερημένα από το φυσικό τους περιβάλλον κατέφυγαν στα δέντρα ανάμεσα στις πολυκατοικίες της πόλης, στα μπαλκόνια με τις γλάστρες και τα φυτά , αποκτώντας μάλιστα τέτοια οικειότητα με τον άνθρωπο, που πολλές φορές τα βλέπω να κάθονται στο ένα μέτρο από εμένα κτυπώντας το ράμφος τους στο κάγκελο του μπαλκονιού κοιτώντας με γέρνοντας το κεφάλι τους . Ζουν εκεί μαζί μας ανασκαλεύοντας το χώμα από τις γλάστρες, και καθαρίζοντας το ράμφος τους τρώγοντας τη βαφή του τοίχου.
Οι δεκαοχτούρες πάλι και τα περιστέρια παίζουν ένα παιχνίδι επιβίωσης διαφορετικό αφού η συμβίωση με τα αυτοκίνητα τα έχει κάνει να στέκονται εκεί με΄ στη μέση του δρόμου, πετώντας ελάχιστα εκατοστά πριν χτυπηθούν θανάσιμα. Τα κουφάρια των σκυλιών και των γατιών έχουν αντικατασταθεί από μικρά πουπουλένια μαξιλαράκια στην άσφαλτο που χτυπημένα από κάποιο αυτοκίνητο ή από κάποιο γυάλινο κτίριο που στάθηκε στο διάβα τους, κείτονται εκεί στην άκρη του δρόμου.