Κάθε καλοκαίρι μόλις κλείνανε τα σχολεία το πρόγραμμα έλεγε, λιμάνι , πλοίο και 3 μήνες περίπου ξεγνοιασιάς στο νησί.
Στο νησί μας περίμενε ο παππούς , η γιαγιά και η «Μαριόγκα». Μαριόγκα ήταν το όνομα της γαϊδάρας του παππού. Το όνομα της το είχε δώσει ο παππούς. Μαρία η γιαγιά μαριόγκα η γαϊδάρα. Mπορώ να πω ότι και την κορμοστασιά από την γιαγιά μου την είχε πάρει επίσης.
Η Μαριόγγα ήταν το πιο τυχερό γαϊδούρι του νησιού για εννιά μήνες το χρόνο. Ο παππούς την πρόσεχε κατά γενική ομολογία πολύ περισσότερο από ότι πρόσεχε την γιαγιά. Όταν ο δρόμος ήταν ανηφορικός κατέβαινε από το σαμάρι , τα βαριά φορτία τα μετέφερε με μουλάρια, μακρινοί προορισμοί δεν υπήρχαν παρά μόνο ένας, αλλά η Μαριόγκα μόλις καταλάβαινε ότι ξεκινούσαν κατά κει κάτι πάθαινε, αφού μόλις πλησίαζε στο σταυροδρόμι που ξεκινούσε ο δρόμος για τα μελίσσια του παππού (τρεις ώρες περίπου) αρνιόταν πεισματικά να στρίψει προς τα εκεί αναγκάζοντας τον παππού να εφευρίσκει κόλπα για να μην παιδεύεται. Η καλοπέραση αυτή την είχε κάνει υπέρβαρη και κάθε φορά που την βλέπαμε νομίζαμε ότι επιτέλους είχε μείνει έγκυος .
Τους υπόλοιπους τρεις μήνες ερχόμαστε εμείς. Μετά τον πρώτο χρόνο γνωριμίας η Μαριόγγα αρνιόταν πεισματικά την παρέα μας . Ίσως οι ιπποδρομίες να μην της άρεσαν, ίσως ο καλπασμός να μην ταιριάζει σε γαϊδούρια. Κάθε φορά που μας έβλεπε άρχιζε να τρέχει μέσα στο κτήμα προσπαθώντας να αποφύγει την συναναστροφή μαζί μας και ας ήταν η πρώτη για την οποία ρωτάγαμε τον παππού μόλις καταφθάναμε. Θυμάμαι μετά από μία επιστροφή από το χωράφι που ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από πάνω της την πήγαμε στο στάβλο για να την αφήσουμε. Σύμφωνα με τις οδηγίες του παππού εκείνη ήξερε πόσο νερό θα πιει. Εκείνος όμως που δεν μπορούσε να φανταστεί ήταν ότι το άμοιρο το ζωντανό κάλπαζε με τρία άτομα επάνω για παραπάνω από μία ώρα. Ευτυχώς ο αδελφός μου σκέφτηκε ότι δέκα κουβάδες νερό ίσως να μην της έκαναν καλό.
Σίγουρα όμως έτσι που φούσκωσε η κοιλιά της ήταν αδύνατον να χωρέσει από την στενή πόρτα του στάβλου για να μπει μέσα. Ο παππούς επέμενε ότι ήταν αδύνατο ένα γαϊδούρι να πιει δέκα κουβάδες νερό. Όμως το στρίμωγμα στην πόρτα ήταν ολοφάνερο , όπως και η πολύωρη αναμονή μας να αποβάλει το νερό από την κοιλιά της για να μπορέσουμε φύγουμε.
Η Μαριόγκα έφυγε από την ζωή όπως και τα υπόλοιπα γαϊδούρια του νησιού πέφτοντας με δεμένα τα μάτια σε ένα γκρεμό. Και ήταν τυχερή. Γιατί τα περισσότερα τα άφηναν απλά σε ένα χωράφι δεμένα να πεθάνουν από έλλειψη τροφής και νερού…..
Νοσταλγική ιστορία... Μόνο που δεν πεθαίνουν μόνον τα γαϊδούρια έτσι στις μέρες μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου έκανε εντύπωση τότε και ακόμα μου κάνει, πως είναι δυνατόν να περνάς 20 χρόνια με ένα ζώο και μετά να το αντιμετωπίζεις σαν εργαλείο. Χάλασε - πέταμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά έχεις δίκιο.. εδώ συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους χειρότερα.
Γιάννο τι μου θύμησες! Είχαμε κι εμείς στο χωριό ένα γαϊδούρι, τον Γκαλίτσιο που του είχε φάει τα πισινά πριν χρόνια ένας λύκος και αυτή η παλιά πληγή μας έκανε να τον λυπόμαστε και να μην τον ταλαιπωρούμε.Χάθηκε ήσυχα ένα καλοκαίρι, αλλά τον κλάψαμε σα να ήταν σκύλος ή γάτα, σπιτίσιο ζώο δικό μας. Ο Γκαλίτσιος μας. ΄Εκτοτε όλα τα γαϊδούρια τα αποκαλώ "Γκαλίστιο".
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να περίμενε κανείς από το σόι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔώρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς στο νησί δεν είχε λύκους.
Ντεμίρ.
Συμφωνώ απολύτως.
Από μικρός φαινόσουνα...
ΑπάντησηΔιαγραφή'Οτι θα μεγαλώσω?
ΑπάντησηΔιαγραφήΌτι ήσουν τσόγλανος!
ΑπάντησηΔιαγραφήτς τς τς...
προσεχε θα σε πετάξω στο γκρεμό και σένα :Ρ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς που δεν έγραψες και για το Διεθνά να ξεφτιλιστούμε τελείως
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι μου το θύμισες τώρα και δεν ήξερα τι να γράψω?
ΑπάντησηΔιαγραφή